Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαυρίτης — ο (Μ λαυρήτης) (για μοναχό) αυτός που κατοικεί σε λαύρα, αναχωρητής, ερημίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαύρα «μοναστήρι»] … Dictionary of Greek
λαυρήτης — λαυρήτης, ὁ (Μ) βλ. λαυρίτης … Dictionary of Greek